-
1 κεφάλαιο
[кефалэо] ουσ. о. глава книги, денежный капитал,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κεφάλαιο
-
2 капитал
-а α.1. (οικον.) κεφάλαιο•стри-ны -а οι καπιταλιστικές χώρες•
торговый капитал το εμπορευματικό κεφάλαιο•
банковский капитал τραπεζιτικό κεφάλαιο•
постоянный капитал σταθερό κεφάλαιο•
переменный капитал μεταβλητό κεφάλαιο•
оборотный κυκλοφοριακό κεφάλαιο•
денежный капитал χρηματικό κεφάλαιο•
производительный капитал παραγωγικό κεφάλαιο•
ссудный капитал δανειστικό κεφάλαιο•
мёртвый капитал νεκρό κεφάλαιο•
капитал в акциях μετοχικό κεφάλαιο•
накопление -а αποκόμιση κεφαλαίων.
2. μτφ. πλούτος, θησαυρός, αξία•весь мой капитал – знания όλος μου ο πλούτος είναι οι γνώσεις.
-
3 капитал
капиталм1. эк. τό κεφάλαιο[ν]:основной \капитал τό πάγιο κεφάλαιο· оборотный \капитал τό κυκλοφοριακό κεφάλαιο· постоянный (переменный) \капитал τό σταθερό (τό μεταβλητό) κεφάλαιο· мертвый \капитал τό μή χρησιμοποιούμενο κεφάλαιο· финансовый \капитал τό χρηματιστικό κεφάλαιο· банковский \капитал τό τραπεζιτικό κεφάλαιο· накопление \капитала ἡ συσσώρευση τοῦ κεφαλαίου·2. разг (состояние) ἡ περιουσία, τό καπι-τάλι. -
4 глава
I глава Ι м, ж (руководитель) о αρχηγός \глава правительства о αρχηγός της κυβέρνησης \глава делегации о επικεφαλής της αντιπροσωπίας' быть во \главае... είμαι επικεφαλής... II глава II ж (в книге ) το κεφάλαιο* * *I м, ж( руководитель) ο αρχηγόςглава́ прави́тельства — ο αρχηγός της κυβέρνησης
глава́ делега́ции — ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας
II жбыть во главе́... — είμαι επικεφαλής...
( в книге) το κεφάλαιο -
5 капитал
капитал м 1) эк, το κεφάλαιο 2) (имущество ) η περιουσία* * *м1) эк. το κεφάλαιο2) ( имущество) η περιουσία -
6 фонд
фонд м 1) (денежный) το κεφάλαιο; \фонд мира το ταμείο ειρήνης 2) (запас) το απόθεμα, το αποταμίευμα* * *м1) ( денежный) το κεφάλαιοфонд ми́ра — το ταμείο ειρήνης
2) ( запас) το απόθεμα, το αποταμίευμα -
7 капитализировать
-рую, -руешьρ.δ. κ. σ. κεφαλαιοποιώ, μετατρέπω σε κεφάλαιο.κεφαλαιοποιούμαι, μετατρέπομαι σε κεφάλαιο. -
8 фонд
-а α.1. το κεφάλαιο, το καπιτάλι. || το κονδύλιο.2. πλθ. οι ομολογίες.3. μτφ. κεφάλαιο πνευματικό, ηθική αξία.4. οργάνωση ή ίδρυμα παροχής βοήθειας σε πνευματικούς παράγοντες. -
9 фондировать
-рую, -руешьρ.δ.μ. δημιουργώ κεφάλαιο• κεφαλαιοποιώ.κεφαλαιοποιούμαι, μετατρέπομαι σε κεφάλαιο. -
10 буква
το γράμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > буква
-
11 глава
1. (раздел книги, статьи) το κεφάλαιο 2. (главный, старший) о επικεφαλής, ο αρχηγός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глава
-
12 заглавный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заглавный
-
13 клаузула
1. юр. о όρος, η ρήτρα, το κεφάλαιο 2. литер. το τέλος (του ποιήματος) 3. (в риторике) το κλείσιμο, το τέλος (του λόγου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клаузула
-
14 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
-
15 фирма
η εταιρεί/αη επιχείρηση· Генеральный директор - ы γενικός διευθυντής της - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фирма
-
16 фонд
1. (денежные средства) το κεφάλαιοτο ταμείο- накопления - συσσώρευσης, αποθεματικό -2. (запасы) το απόθεμα, τα αποθέματα (πλ.) 3. -ы (процентные, ценные бумаги) τα ομόλογαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фонд
-
17 банковский
банковскийприл τραπεζι(τι)κός:\банковский капитал τό τραπεζιτικό[ν] κεφάλαιο[ν]; \банковский билет τό χαρτονόμισμα, τό τραπεζογραμμάτιο[ν]. -
18 буква
букваж τό γράμμα/ τό στοιχεῖο[ν] (шрифта):прописная \буква τό κεφαλαίο γράμμα; строчная \буква τό μικρό γράμμα; ◊ \буква закона τό γράμμα τοῦ νόμου. -
19 глава
глав||а́ж1. (руководитель) ὁ ἀρχηγός, ὁ ἐπί κεφαλής:\глава правительства (семьи) ὁ ἀρχηγός τῆς κυβέρνησης1 (τής οἰκογένειας)· \глава делегации ὁ ἐπί κεφαλής τής ἀντιπροσωπείας·2. уст., поэт см. голова·3. (купол церкви) ὁ τρούλος·4. (раздел книги) τό κεφάλαιο[ν]· ◊ быть (стать) во \главае́ βρίσκομαι ἐπί κεφαλής. -
20 заглавный
загла́в||ныйприл:\заглавныйный лист ἡ προμετωπίδα [-ίς], τό ἐξώφυλλο· \заглавныйная бу́ква τό κεφαλαΐο[ν] γράμμα· ◊ \заглавныйная роль ὁ ἐπώνυμος ρόλος.
См. также в других словарях:
κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
κεφάλαιο — το 1. χρηματικό ποσό που κατατίθεται σε επιχείρηση ή δίνεται ως δάνειο: Η εταιρεία αυτή έχει ρίξει στη δουλειά μεγάλα κεφάλαια. 2. το σύνολο των κεφαλαιούχων: Το κεφάλαιο δεν πρέπει να εκμεταλλεύεται τους εργάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
κεφαλαιοποίηση — Όρος που ως οικονομική έννοια σημαίνει τη διαδικασία μετατροπής του εισοδήματος σε κεφάλαιο ή παλαιών κεφαλαίων σε νέα κεφάλαια. Στα οικονομικά μαθηματικά, η κ. παίρνει τη σημασία πράξεων, με τις οποίες προστίθενται σε ένα κεφαλαίο οι… … Dictionary of Greek
οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek
Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
Ράμσεϊ, Τζορτζ — (Ramsay, 1800 – 1871). Άγγλος οικονομολόγος και φιλόσοφος, ένας από τους τελευταίους εκπρόσωπους της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και έγραψε φιλοσοφικά και ψυχολογικά έργα, έγινε όμως κυρίως… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek